δεκαπενθήμερος

δεκαπενθήμερος
-η, -ο
1. όποιος διαρκεί δεκαπέντε μέρες
2. (για περιοδικά έντυπα, φυλλάδια κ.λπ.) αυτός που εκδίδεται κάθε δεκαπέντε μέρες
3. το ουδ. ως ουσ. το δεκαπενθήμερο
η δεκαπενθημερία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαπέντε + ημέρα. Η λ. δεκαπενθήμερος μαρτυρείται από το 1853 στην εφημερίδα Βελτίωσις, ενώ το ουδ. δεκαπενθήμερον μαρτυρείται από το 1816 στον Ν. Παπαδόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δεκαπενθήμερος — η, ο 1. αυτός που έχει διάρκεια δεκαπέντε ημερών: Πήρε δεκαπενθήμερη άδεια. 2. αυτός που εκδίδεται κάθε δεκαπέντε μέρες: Το περιοδικό του συλλόγου μας είναι δεκαπενθήμερο. 3. το ουδ. ως ουσ., δεκαπενθήμερο διάστημα δεκαπέντε ημερών και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκαπενθημερία — και δεκαπενταμερία, η 1. χρονικό διάστημα δεκαπέντε ημερών 2. αμοιβή εργασίας δεκαπέντε ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαπενθήμερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”